- τριβωνικῶς
- τρῐβων-ικῶς, Adv.A in the fashion of a τρίβων (A),
χλαῖναν ἀναβαλοῦ τ. Ar.V.1132
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χλαῖναν ἀναβαλοῦ τ. Ar.V.1132
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριβωνικῶς — in the fashion of a indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβωνικώς — Α επίρρ. σαν τριβώνιο («τὸν τρίβων ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῑναν ἀναβαλοῡ τριβωνικῶς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *τριβωνικός (< τρίβων «είδος ενδύματος») + επιρρμ. κατάλ. ῶς] … Dictionary of Greek